- λουγκ
- τομικρό όχημα μιας θέσης που χρησιμοποιείται ευρύτατα κατά τις χιονοδρομίες στην Ελβετία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. luge, λ. τής γλώσσας / διαλέκτου τής Σαβοΐας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek